- ζευγαριάζω
- μετ. соединять ποπέρπο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευγαριάζω — [ζευγάρι] αποτελώ ζευγάρι … Dictionary of Greek
αζευγάριαστος — η, ο [ζευγαριάζω] ο αζευγάρωτος … Dictionary of Greek
ζευγάριασμα — το [ζευγαριάζω] το ζευγάρωμα … Dictionary of Greek